ναυάγισμα

ναυάγισμα
το
συντριβή πλοίου, καραβοτσάκισμα, ναυάγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στη μετατύπωση τής Φυλλάδας τού Σεβάχ Θαλασσινού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”